- χαρτόσημο
- Ένσημο που επικολλάται σε διάφορα έγγραφα, επίσημα ή όχι.
Το τέλος του χ. αποτελεί και αυτό φόρο και μάλιστα έμμεσο, που είναι πολύ αποδοτικός για τα δημόσια έσοδα. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το τέλος του χ. το 1836, τώρα δε τα ζητήματα που αφορούν το χ. ρυθμίζονται από τον ν. 4755/1930. Επιβάλλονται τα χ. σε κάθε έγγραφο που αναφέρεται στον νόμο αυτόν και διακρίνονται τα τέλη σε πάγια και αναλογικά. Τα αναλογικά τέλη υποδιαιρούνται σε αστικά και εμπορικά. Αυτός ο νόμος και τα νομοθετήματα που τον συμπληρώνουν απειλούν αστικές, ποινικές και διοικητικές κυρώσεις εναντίον εκείνων που κάνουν παράβαση στις διατάξεις περί των τελών του χ. Ατέλειες παρέχονται στο Δημόσιο, στους δήμους, στις κοινότητες και σε ορισμένες κατηγορίες προσώπων (φυσικών και νομικών).
Χαρτόσημα του Ελληνικού Δημοσίου.
* * *το, Ν1. ένσημο ή επίσημα πάνω σε διάφορα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα2. φρ. «τέλος [ή τέλη ή φόρος] χαρτοσήμου» — είδος έμμεσου φόρου που επιβάλλεται κατά την κατάρτιση αποδεικτικών ή συστατικών δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων και τού οποίου η είσπραξη γίνεται με επικόλληση ενσήμου ή με τη σύνταξη τού αντίστοιχου εγγράφου σε ειδικό φύλλο χαρτιού με επισήμανση τέλους, που εκδίδει το υπουργείο Οικονομικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + σήμα. Αρχική σημ. τής λ. πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «χάρτης σεσημασμένος». Η λ., στον λόγιο τ. χαρτόσημον, μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.